σκνίπα

σκνίπα
(plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι απαραίτητο για την ωρίμανση των ωαρίων τους, ενώ τα αρσενικά με χυμούς φυτών. Τα αρσενικά ξεχωρίζουν από τα θηλυκά γιατί έχουν στην άκρη της κοιλιάς τους γεννητικό όργανο, που μοιάζει με λαβίδα. Οι σ. ζουν σ’ όλες τις θερμές χώρες και αριθμούν 300 περίπου είδη.
* * *
η / σκνίψ, -ιπός, ὁ, ΝΜΑ
1. κοινή, σήμερα, ονομασία νηματόμορφων δίπτερων εντόμων τής οικογένειας φλεβοτομίδες, αιματορρόφων παρασίτων τού ανθρώπου, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον από επιδημιολογική άποψη γιατί μεταδίδουν σοβαρές νόσους, όπως είναι οι λεϊσμανιώσεις κ.ά.
2. το γνωστό με τη σύγχρονη επιστημονική ονομασία κύνιψ γένος παράσιτων υμενόπτερων εντόμων, που ζουν στις δρυς και προκαλούν τη δημιουργία τών κηκίδων στα δένδρα αυτά («κόπτει δὲ τὰς δρῡς τῶν σκωλήκων καὶ σκνιπῶν ἕνεκεν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «σκνίπα στο μεθύσι» — πολύ μεθυσμένος
αρχ.
1. είδος εντόμου που προσβάλλει το αμπέλι
2. παροιμ. φρ. «ὁ σκνίψ ἐν χώρᾳ» — λεγόταν για εκείνους που πηδούσαν γρήγορα από το ένα μέρος σε άλλο (Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κνίψ (για ετυμολ. βλ. λ. κνίψ). Ο νεοελλ. τ. σκνίπα < αρχ. σκνίψ, σκνιπός με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκνίπα — η είδος εντόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • скнипа — вошь , церк., перм., сиб. (Даль), др. русск. скнипа (Зизаний, азбуковн.). Из ср. греч. σκνίπα комар, блоха , от греч. σκνί̄ψ, род. п. σκνιπός насекомое (Фасмер, Гр. сл. эт. 184; Gesprächbuch 51; Маценауэр, LF 20, 8) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • гоусѣница — ГОУСѢНИЦ|А (7*), Ѣ ( А) с. чаще собир. Гусеница: въ ·е͠і· д҃нь гѹсѣница быша. (σκνῖπες) ГА XIII–XIV, 60в; казнить Б҃ъ см҃ртью ли гладомъ. ли наведенье поганыхъ. ли ведромъ. ли гусѣницею. ли инѣми казньми. ЛЛ 1377, 56 об. (1068); и възда(м) вамъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • мышьца — МЫШЬЦ|А1 (45), Ѣ (А) с. Предплечье, рука: самъ тъ. ѡ воли бл҃говольнѣи свою си ѡкръвавлѧѥть мышьцю. желѣзъмь прободъ. (τὸν... βραχίονα) ЖФСт XII, 124 об.; паче же и лѹкы ихъ [бесов] не съвѣдѧть. аще надѣютьсѧ лѹкомъ своимъ и мышьцею. съмѣрениѥмь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εμπίς — η (AM ἐμπίς) γένος εντόμων τής οικογένειας τών εμπιδιδών η οποία περιλαμβάνει μύγες μέτριου μεγέθους και σαρκοφάγες, που απομυζούν άλλα έντομα αρχ. 1. σκνίπα 2. η προνύμφη τού οίστρου 3. νηματοειδές σκουλήκι, παράσιτο τού πεπτικού συστήματος,… …   Dictionary of Greek

  • κνίπειος — κνίπειος, εία, ον (Α) [κνιψ] 1. αυτός που ανήκει στον κνίπα, στη σκνίπα 2. φρ. «κνίπειον αἷμα» ονομασία ουσίας που χρησιμοποιούνταν στην αλχημεία …   Dictionary of Greek

  • κνιπός — κνιπός, ή, όν (AM) φιλάργυρος, τσιγκούνης αρχ. ακριβός. επίρρ... κνιπῶς (Α) με φιλάργυρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ «σκνίπα». Η μτφ. σημ. λόγω τής βουλιμίας τών εντόμων] …   Dictionary of Greek

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • κύνιψ — ο ζωολ. γένος παράσιτων υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας cynipidae που δημιουργούν τις κηκίδες επάνω στα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynips < λατ. cinyphes < κνίψ, κνιπός «σκνίπα»] …   Dictionary of Greek

  • λεϊσμανία — (Leishmania). Γένος μαστιγοφόρων πρωτοζώων της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των κινητοπλαστιδίων. Πρόκειται για ενδοκυτταρικά παράσιτα των ιστών των σπονδυλοζώων που μεταβιβάζονται από αιμοφάγα έντομα των γενών Phlebotomus και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”